- κατά
- (I)(AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» — πάει προς την καταστροφήβ. «πάμε κατά καπνού» — βαδίζουμε στον αφανισμόγ. «άι κατ' ανέμου» — χάσου απ' εδώδ. «κατὰ τούτων ὀδεύσειας», Λουκιαν.)β) (εχθρική κίνηση) εναντίον κάποιου («όρμησε κατά τού εχθρού»)2. (με αιτ.) α) τοπική έκταση («κατά γην και κατά θάλασσαν»)β) (χρονική έκταση) κατά τη διάρκεια («κατά τον παγκόσμιο πόλεμο»)γ) (χρόνο κατά προσέγγιση) σχεδόν, περίπου («θα έρθω κατά τις πέντε»)δ) κοντά σε κάτι, κάπου εκεί κοντά (α. «τόν συνάντησα κατά το Θησείο» β. «κατά το προάστειον τής πόλιος», Ηρόδ.)ε) συγχρονισμό χρονικής περιόδου ή χρονικού σημείου προς κάποιο γεγονός («έζησε κατά την επανάσταση»)στ) επανάληψη σε ορισμένο τμήμα χρόνου («αυτό γίνεται καθ' εκάστην»)ζ) επιμερισμό («κατά ζεύγη»)η) (σύγκριση ή αναφορά) ως προς, σε σχέση με (α. «κατά μέγεθος» β. «κατά την ευφυΐα»)θ) (συμφωνία ή ακολουθία) σύμφωνα με («κατά τον Θουκυδίδη»)ι) (ομοιότητα ή αναλογία) όμοια με, ανάλογα με, όπως, καθώς (α. «κατά το μάστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του» και «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» και «κατά τον κυνηγό και τ' άρματα» — ως έκφραση ψόγουβ. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν», ΠΔ)ια) απέναντι, αντίκρυ (α. «μού τό είπε κατά πρόσωπο» — μού τό είπε απευθείαςβ. «ἀνήρ κατ' ἄνδρα» — ο ένας απέναντι στον άλλο, Αισχύλ.)ιβ) τρόπο (α. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρωςβ. «κατ' ανάγκην» — αναγκαστικάγ. «κατά κράτος» — με βίαιο τρόπο)3. (με επίρρ.) (τρόπο ή αναλογία) όπως, ανάλογα με κάτι («κατά που έσπειρες θα θερίσεις»)4. φρ. «κατά το ειωθός» — όπως συνήθωςνεοελλ.1. (με γεν.) εναντίωση, εχθρική διάθεση («είναι κατά τού πολέμου»)2. (με αιτ.) διεύθυνση, κατεύθυνση («κατά την ανατολή»)3. (με επίρρ.) κατεύθυνση, διεύθυνση («κατά κει», «κατά πού θα πάμε;»)4. απόλ. εναντίον («όλοι ψήφισαν κατά»)5. φρ. α) «κατά λέξιν» αυτολεξείβ) «κατά κράτος»(για νίκη ή ήττα) ολοσχερώςγ) «κατά γης» — στη γη, στο έδαφος, χάμωδ) «τα κατά» — αυτά που στρέφονται εναντίον κάποιουε) «τα υπέρ και τα κατά» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματαστ) «κατά την περίσταση» και «κατά την περίπτωση» και «κατά την ώρα» — ανάλογα με... ζ) «αφήνω κατά μέρος» — βάζω, αφήνω κάτι στην άκρηη) «κατά κόρον» — υπερβολικάθ) «κατά γράμμα» — λεπτομερώς, επακριβώς6. παροιμ. «κατά φωνή κι ο γάιδαρος» — ευτράπελη έκφραση για κάποιον που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόννεοελλ.-μσν.φρ. α) «κατά νου(ν)» — στο μυαλόβ) «κατ' όνομα(ν)» — ονομαστικάμσν.1. (με γεν.) διά μέσου2. φρ. α) «κατὰ ἀκρίβειαν» — ακριβώςβ) «κατ' ἀλήθειαν» — αληθινά, πραγματικά, όντωςγ) «κατὰ πᾱσαν ἀνάγκην» — αναγκαστικά, υποχρεωτικάδ) «κατὰ βίας» — βίαιαε) «καθ' ἑαυτόν» — μέσα μουστ) «κατ' ἔπος» — με λόγιαζ) «κατὰ λόγον» — λέξη προς λέξηη) «κατὰ μέρη» — ένα κομμάτι κάθε φοράθ) «κατά μέρος» — ένα προς ένα, λεπρομερειακάι) «κατὰ τέχνη»πιθ. με μαγικό τρόποια) «ὁρκῶ σε κατὰ τοῡ Χριστοῡ» — για όρκοιβ) «κατὰ τῆς ὥρας» και «κατὰ τὴν ὥραν»i) αμέσως, εκείνη τη στιγμήii) στην ώρα, ακριβώςiii) κάθε στιγμήαρχ.1. (με γεν.) α) κίνηση από πάνω προς τα κάτω («βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης», Ομ. Οδ.)β) κίνηση προς τα κάτω και εξάπλωση σε επιφάνεια («τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν», Ομ. Ιλ.)γ) (γεωμ.) μήκοςδ) μέσα σε κάτιε) ευχή ή όρκο με γεν. τού προσ. ή τού ιερού πράγματος στο οποίο ορκίζεται κάποιος («οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ' ἱερῶν», Αριστοφ.)στ) σχετικά με, ως προς2. (με αιτ.) α) κίνηση, διεύθυνση προς τα κάτωβ) μτφ. μέσα («ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.)γ) τον σκοπό, το τελικό αίτιο («καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι» Ξεν.)δ) (αιτία, αναγκαστικό αίτιο) ένεκα, για («κατὰ τὸ ξυγγενὲς», Θουκ.)ε) (με παραθ.) σύγκριση («μείζων ἤ κατ' ἀνθρώπου φύσιν», Ηρόδ.)3. φρ. α) «ὁ κατὰ γῆς» — ο πεθαμένοςβ) «οἱ κατὰ χθονὸς θεοί» — οι θεοί τού Αδηγ) «κατὰ παντὸς τοῡ αἰῶνος» και «κατὰ παντὸς τοῡ χρόνου» — όλο τον χρόνο, πάντοτε, αιωνίως.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατά ανάγεται σε ΙΕ *knta ή *kmta «κοντά, κατά μήκος, προς τα κάτω, με» και αντιστοιχεί ακριβώς με γαλατικό cant, αρχ. ιρλ. cēt- «με», χεττιτικό kata, kattan «με», «κάτω από», katti «με». Οι σημ. τόσο τής πρόθεσης κατά όσο και ορισμένων ΙΕ τύπων ανάγονται πιθ. σε μια αρχική σημ. «με» — η υπόθεση αυτή βασίζεται στο ότι ο ΙΕ τ. *knta (*kmta) προήλθε από IE *kom «με, κοντά» (πρβλ. λατ. cum «με», αλλά και ρίζα *κομ- απ' όπου η λ. κοινός). Το αρκαδ. κατύ σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἀπύ, διαλεκτ. τ. τής πρόθεσης ἀπό*απαντά επίσης ποιητ. τ. καταί μόνο εν συνθέσει (πρβλ. καται-βάτης) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τους παραί, ὑπαί. Η λ. κατά χρησιμοποιείται ως πρόθεση, ως επίρρ. (στην Αρχαία Ελληνική) και, ευρύτατα, εν συνθέσει (βλ. κατ[α]-). Ως πρόθεση η κατά απαντά με τις μορφές κατ’ πριν από ψιλούμενη (κατ’ ἔτος) και καθ’ πριν από δασυνόμενη λ. (καθ’ ἑκάστην)στους επ. ποιητές εμφανίζεται και με τις μορφές καγ, καδ, κακ, καμ κ.λπ., που σχηματίστηκαν από τον τ. κατά με αποκοπή τού -τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ., π.χ. καγ γόνυ = κατά γόνυ. Ως επίρρ., τέλος, ο τ. κατά απαντά συν. στον Όμηρο και με τη μορφή κάτα με συχνότερη σημ. «κάτω»].————————(II)κατά (Α)επιγρ. αντί κατὰ τά·
Dictionary of Greek. 2013.